dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αρνούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορρίπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βλασταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επενδύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλοτσώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκλίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…