dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τμήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μερίδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διαμέρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μερίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μερικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μερτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τεμάχιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)