dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pipeline
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rinne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Röhre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rohr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treiber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)