dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
καθαριστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reiniger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καθαριστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reinigungsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)