dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auswaschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ätzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushöhlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausspülen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erodieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
korrodieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmälern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfressen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rosten
Ⓦ
Ⓖ
…