dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kummer
Ⓦ
Ⓖ
…
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gram
Ⓦ
Ⓖ
…
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leid
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmerz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Herzeleid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Qual
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weh
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wehmut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
οδυνηρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kläglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οδυνηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peinlich
Ⓦ
Ⓖ
…
οδυνηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmerzhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οδυνηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmerzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ψυχική οδύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
seelischer Schmerz
Ⓦ
Ⓖ
…