dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
φαντασιόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
phantasiereich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φαντασιόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Phantast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φαντασιόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Träumer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φαντασιόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grillenfänger
Ⓦ
Ⓖ
…