dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochrangig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ober
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorgesetzte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)