dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hacken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massakrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
niedermachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfleischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerhacken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstückeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετσοκόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…