dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchlöchern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchbohren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchstechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Loch bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
perforieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bohren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)