dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αμαυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beflecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμαυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschwärzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμαυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besudeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμαυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Ruf schädigen
Ⓦ
Ⓖ
…