dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
etwas zeitlich schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dazu kommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einholen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
etwas schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechtzeitig erreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechtzeitig verhindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuvorkommen
Ⓦ
Ⓖ
…