dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergrößern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufblähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochstilisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übersteigern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreiben
Ⓦ
Ⓖ
…