dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γέλασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γελάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταγελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιγελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κοροϊδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασκογελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blöd lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαζογελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dumm lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρυφογελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heimlich lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαχανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laut lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καγχάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laut lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασκογελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit offenem Mund lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαχανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schallend lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χαχάνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
schallende Lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκάω στα γέλια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schieflachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λύνομαι στα γέλια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schieflachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεκαρδίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich totlachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεκαρδίζομαι στα γέλια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich totlachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λύνομαι στα γέλια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich totlachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεκαρδιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Totlachen
Ⓦ
Ⓖ
…