dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herunterkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwerten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwerten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu etwas verkommen
Ⓦ
Ⓖ
…