dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαϊδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θωπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χάιδεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…