dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
πυροσβεστικός σωλήνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Feuerwehrschlauch
Ⓦ
Ⓖ
…