dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
λευκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blanko
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
πίστωση εν λευκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blankokredit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λευκή επιταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blankoscheck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιταγή εν λευκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blankoscheck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπογραφή εν λευκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blankounterschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
λευκό πληρεξούσιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blankovollmacht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξουσιοδότηση εν λευκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blankovollmacht
Ⓦ
Ⓖ
…