dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντιπολίτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Opposition
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αντίθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Opposition
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αντικαθεστωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
oppositionell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιπολιτευόμενη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Oppositionelle
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αντιπολιτευόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Oppositionelle
Ⓦ
Ⓖ
…
αρχηγός της αντιπολίτευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Oppositionsführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχηγός αντιπολίτευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Oppositionsführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχηγός αντιπολίτευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Oppositionsführerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόμμα αντιπολίτευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Oppositionspartei
Ⓦ
Ⓖ
…
αντιπολίτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Opposition
Ⓦ
Ⓖ
…