dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rauschgifthändler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)