dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ίδρυση νέας επιχείρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Existenzgründung
Ⓦ
Ⓖ
…