dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εργαζόμενος με σύμβαση υπεργολαβίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leiharbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
νοικιαζόμενος υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leiharbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)