dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfänden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω ενέχυρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfänden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ενεχυριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfänden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δίνω ενέχυρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfänden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δίδω ως ενέχυρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfänden
Ⓦ
Ⓖ
…