dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
inwendig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im
Ⓦ
Ⓖ
…
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
innen
Ⓦ
Ⓖ
…
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ressource
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
innerhalb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)