dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τουρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fremdenverkehr
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αγροτικός τουρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremdenverkehr in ländlichen Gebieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οργανισμός τουρισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fremdenverkehrsamt
Ⓦ
Ⓖ
…
τουριστικά επαγγέλματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremdenverkehrsberuf
Ⓦ
Ⓖ
…
τουριστική πολιτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremdenverkehrspolitik
Ⓦ
Ⓖ
…