dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χόμπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Freizeitbeschäftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ασχολία ελεύθερου χρόνου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Freizeitbeschäftigung
Ⓦ
Ⓖ
…