dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εβδομαδιαίο ωράριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wochenarbeitszeit
Ⓦ
Ⓖ
…