dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περήφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stolz
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περήφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingebildet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περήφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochmütig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)