dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ευσεβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fromm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ευσεβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frommer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ευσεβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gottesfürchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ευσεβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pietätvoll
Ⓦ
Ⓖ
…