dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παράξενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περίεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αξιοπερίεργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μυστήριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
κατά έναν περίεργο τρόπο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdigerweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιομορφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Merkwürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…