dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μεταχειρισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gebraucht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
είδη ευκαιρίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gebrauchtgegenstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gebrauchtwagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντιπρόσωπος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gebrauchtwagenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gebrauchtwagenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιπρόσωπος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrauchtwagenhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
μεταχειρισμένα αντικείμενα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrauchtwaren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έμπορος μεταχειρισμένων αντικειμένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gebrauchtwarenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος μεταχειρισμένων αντικειμένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrauchtwarenhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κατάστημα μεταχειρισμένων αντικειμένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrauchtwarenhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμεταχείριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungebraucht
Ⓦ
Ⓖ
…