dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αειφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
βιώσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μόνιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαχρονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)