dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φανατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wütend
Ⓦ
Ⓖ
…
φανατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fanatiker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φανατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fanatisch
Ⓦ
Ⓖ
…