dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γυμνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
turnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυμνάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
turnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γυμναστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Turnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
γυμναστική σε πάτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bodenturnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενόργανη γυμναστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geräteturnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενόργανη γυμναστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kunstturnen
Ⓦ
Ⓖ
…