dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αναγκαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlässlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
απαραίτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlässlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαραίτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlässlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerlässlich
Ⓦ
Ⓖ
…