dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfach
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
simpel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bloß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unkompliziert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schier
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)