dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ενδιάμεση στάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwischenaufenthalt
Ⓦ
Ⓖ
…