dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντίθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kontrast
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
αντιθετικό χρώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kontrastfarbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκλίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kontrastieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σκιαγραφική ουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kontrastmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εναλλακτικό πρόγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kontrastprogramm
Ⓦ
Ⓖ
…