dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
γέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Greis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πρεσβύτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Greis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γέροντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Greis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
γεροντική ηλικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Greisenalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
γεράματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Greisenalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρεσβυτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greisenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γέρικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greisenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
greisenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Greisin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Greisin
Ⓦ
Ⓖ
…