dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
επίδομα ανεργίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeitslosenhilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίδομα ανεργίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitslosengeld
Ⓦ
Ⓖ
…