dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ομάδα πίεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interessengruppe
Ⓦ
Ⓖ
…
ομάδα συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interessengruppe
Ⓦ
Ⓖ
…