dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προσεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
επιφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προφυλαχτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσεχτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
με προσοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…