dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατασκευαστικό σφάλμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Herstellungsfehler
Ⓦ
Ⓖ
…