dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μειοψηφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μειονότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
μειονοτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheiten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαιώματα των μειονοτήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheitenrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προστασία των μειονοτήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheitenschutz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προστασία μειονοτήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Minderheitenschutz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γλώσσα μειονότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheitensprache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κυβέρνηση μειοψηφίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderheitsregierung
Ⓦ
Ⓖ
…
μειονοτική γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderheitssprache
Ⓦ
Ⓖ
…
εθνική μειονότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nationale Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κόμματα της μειοψηφίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλικές μειονότητες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική μειονότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…