dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φωτογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fotografie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
γυμνή φωτογράφηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aktfotografie
Ⓦ
Ⓖ
…
φωτογραφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραβώ μια φωτογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φωτογράφηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φωτογραφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραβώ φωτογραφίες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγάζω φωτογραφίες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγάζω φωτογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fotografieren
Ⓦ
Ⓖ
…