dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
μείωση του χρόνου εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitszeitverkürzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μείωση του ωραρίου εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeitszeitverkürzung
Ⓦ
Ⓖ
…