dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lackierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Härtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Färbung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
βαφή πασχαλινών αυγών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eierfarbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βαφή μαλλιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Haarfärbemittel
Ⓦ
Ⓖ
…