dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
involvieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstricken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)