dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ικανότητα συγκέντρωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konzentrationsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…