dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
άτομο που δικαιούται πολιτικό άσυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Asylberechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος συντάξεως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pensionsberechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άτομο με δικαίωμα ψήφου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wahlberechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…